Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



βιβλιοπωλείο, το
βι-βλι-ο-πω-λεί-ο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του βιβλιοπωλείου - των βιβλιοπωλείων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Αυτό το βιβλιοπωλείο δεν έχει παιδικά βιβλία.
Σχετικές λέξεις:  βιβλίο βιβλιοθήκη βιβλιοπώλης βιβλιοθηκάριος
Buchhandlung
βιβλιοπωλείο