Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αγανακτώ
α-γα-να-κτώ ρήμα



 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 


негодовать, возмущаться
Ορισμός
Όταν αγανακτείς, αισθάνεσαι δυσαρεστημένος και θυμωμένος.
Παραδείγματα
 Όταν περιμένεςι πολλή ώρα το λεωφορείο είναι φυσικό να αγανακτείς.
 Όλοι μας αγανακτήσαμε με τον Πέτρο, που φέρθηκε άσχημα σε μαθητή μικρότερης τάξης.

Συνώνυμα:  εξοργίζομαι, εξοργίζω, θυμώνω