Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



εξοργίζω
ε-ξορ-γί-ζω ρήμα



 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 


приводить в негодование, ярость
Ορισμός
Όταν εξοργίζεις κάποιον, τον κάνεις να αισθανθεί οργή.
Παράδειγμα
 Πραγματικά με εξόργισε με την ανεύθυνη συμπεριφορά της.
Συνώνυμα:  θυμώνω

негодовать, приходить в гнев, ярость
Ορισμός
Όταν εξοργίζεσαι, αισθάνεσαι οργή.
Παράδειγμα
 Ο διευθυντής του σχολείου εξοργίστηκε όταν είδε πως κάποιοι μαθητές είχαν σπάσει παράθυρα και πόρτες.
Συνώνυμα:  αγανακτώ, θυμώνω, οργίζομαι