Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ανεκτός, -ή, -ό
α-νε-κτός επίθετο



 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 


терпимый, ая, ое; приемлемый, ая, ое
Ορισμός
Που μπορείς να τον ανεχτείς, να τον υποφέρεις.
Παράδειγμα
 Τέτοια άσχημη συμπεριφορά δεν μπορεί να γίνει ανεκτή, να ξέρετε ότι θα έχετε επιπτώσεις.
Αντώνυμα:  αβάσταχτος, ανυπόφορος, αφόρητος