Δείτε επίσης τις λέξεις:
|
невыносимый, ая, ое
Ορισμός Που δε μπορούμε να τον υποφέρουμε.
Παραδείγματα
Το καλοκαίρι, όταν κάνει αφόρητη ζέστη, κοιμόμαστε με ανοιχτά παράθυρα.
Τον έχουν κακομάθει κι έχει γίνει αφόρητος.
Συνώνυμα:
αβάσταχτος,
ανυπόφορος
Αντώνυμα:
ανεκτός |
|
|