Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αφόρητος, -η, -ο
α-φό-ρη-τος επίθετο



 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 


невыносимый, ая, ое
Ορισμός
Που δε μπορούμε να τον υποφέρουμε.
Παραδείγματα
 Το καλοκαίρι, όταν κάνει αφόρητη ζέστη, κοιμόμαστε με ανοιχτά παράθυρα.
 Τον έχουν κακομάθει κι έχει γίνει αφόρητος.

Συνώνυμα:  αβάσταχτος, ανυπόφορος
Αντώνυμα:  ανεκτός