Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ανυπόφορος, -η, -ο
α-νυ-πό-φο-ρος επίθετο



 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 


невыносимый, ая, ое
Ορισμός
Που δεν μπορούμε να τον αντέξουμε.
Παραδείγματα
 Ο ανυπόφορος θόρυβος που ερχόταν από το δρόμο δεν με άφηνε να συγκεντρωθώ.
 Η ζέστη ήταν ανυπόφορη και μας δημιουργούσε εκνευρισμό.

Συνώνυμα:  αβάσταχτος, αφόρητος
Αντώνυμα:  ανεκτός