Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



διευκολύνω
δι-ευ-κο-λύ-νω ρήμα



Αόριστος: διευκόλυνα
Μετοχή: διευκολυμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Η τροχαία προσπαθεί να διευκολύνει την κίνηση στην εθνική οδό.
Αντώνυμα:  δυσκολεύω
Σχετικές λέξεις:  εύκολος εύκολα ευκολία
facilitate, make easier
 


 2. Δες: διευκολύνομαι.