Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



εύκολος, -η, -ο
εύ-κο-λος επίθετο



αρσενικό: ο εύκολος
θηλυκό: η εύκολη
ουδέτερο: το εύκολο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Οι εύκολες ασκήσεις είναι στην αρχή του βιβλίου.
Συνώνυμα:  απλός
Αντώνυμα:  δύσκολος
Σχετικές λέξεις:  εύκολα ευκολία διευκολύνω
easy