Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ευκολία, η
ευ-κο-λί-α ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της ευκολίας - των ευκολιών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Είναι ψηλή, γι' αυτό φτάνει το ντουλάπι με ευκολία.
Αντώνυμα:  δυσκολία
Σχετικές λέξεις:  εύκολος εύκολα διευκολύνω
with ease