Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



δυσκολεύω
δυ-σκο-λεύ-ω ρήμα



Αόριστος: δυσκόλεψα
Μετοχή:
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Οι λακκούβες δυσκολεύουν πολύ την οδήγηση.
Αντώνυμα:  διευκολύνω
Σχετικές λέξεις:  δυσκολία δύσκολος δύσκολα
make it difficult
 


 2. Τα μαθήματα δυσκολεύουν στις μεγαλύτερες τάξεις.
get hard
 


 3. Δες: δυσκολεύομαι.