Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



δροσιστικός, -ή, -ό
δρο-σι-στι-κός επίθετο



αρσενικό: ο δροσιστικός
θηλυκό: η δροσιστική
ουδέτερο: το δροσιστικό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Όταν ζεσταίνομαι πολύ, πίνω λεμονάδα που είναι δροσιστική.
Σχετικές λέξεις:  δροσιά δροσίζω δροσερός
refreshing