Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



δύσκολος, -η, -ο
δύ-σκο-λος επίθετο



αρσενικό: ο δύσκολος
θηλυκό: η δύσκολη
ουδέτερο: το δύσκολο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Οι πιο δύσκολες ασκήσεις είναι στο τέλος του βιβλίου.
Αντώνυμα:  εύκολος απλός
Σχετικές λέξεις:  δυσκολία δυσκολεύω δύσκολα
difficult
 


 2. Η ζωή του λαού ήταν δύσκολη την περίοδο του πολέμου.
hard
Αντώνυμα:  εύκολος