Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



δυσκολία, η
δυ-σκο-λί-α ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της δυσκολίας - των δυσκολιών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Είχατε δυσκολία να κάνετε τις ασκήσεις;
Αντώνυμα:  ευκολία
Παράγωγα:  δύσκολος δυσκολεύομαι
Σχετικές λέξεις:  δύσκολος δυσκολεύω δύσκολα
difficulty