Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κάθομαι
κά-θο-μαι ρήμα



Αόριστος: κάθισα
Μετοχή: καθισμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Καθίστε σε όποια καρέκλα θέλετε.
Αντώνυμα:  σηκώνομαι
Σχετικές λέξεις:  κάθισμα καθιστός
sit
 


 2. Γράφω καθισμένος στην καρέκλα μου.
sitting
Συνώνυμα:  καθιστός
Αντώνυμα:  όρθιος