Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κακομαθαίνω
κα-κο-μα-θαί-νω ρήμα



Αόριστος: κακόμαθα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Οι γονείς του τον έχουν κακομάθει και νομίζει ότι μπορεί να γίνεται πάντοτε ό,τι θέλει.
Σχετικές λέξεις:  κακός μαθαίνω κακομαθημένος
spoil