Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κακομαθημένος, -η, -ο
κα-κο-μα-θη-μέ-νος επίθετο



αρσενικό: ο κακομαθημένος
θηλυκό: η κακομαθημένη
ουδέτερο: το κακομαθημένο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Οι κακομαθημένοι άνθρωποι δεν έχουν καλή συμπεριφορά.
Σχετικές λέξεις:  κακομαθαίνω κακός μαθαίνω
ill-behaved