Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κατεβάζω
κα-τε-βά-ζω ρήμα



Αόριστος: κατέβασα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Κατέβασε τις τέντες να μη μας χτυπάει ο ήλιος.
Αντώνυμα:  ανεβάζω
Σχετικές λέξεις:  κατεβασμένος κατεβαίνω
lower
 


 2. Το χιόνι που έπεσε κατέβασε τη θερμοκρασία.
lower
Αντώνυμα:  ανεβάζω
 


 3. Μπορείτε να μου κατεβάσετε εκείνο το βιβλίο, γιατί δεν το φτάνω;
get down
 


 4. Ο συγγραφέας δεν μπορούσε να κατεβάσει ιδέες για το νέο του μυθιστόρημα.
come up with