Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κατεβασμένος, -η, -ο
κα-τε-βα-σμέ-νος επίθετο



αρσενικό: ο κατεβασμένος
θηλυκό: η κατεβασμένη
ουδέτερο: το κατεβασμένο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Άφησα το φερμουάρ του μπουφάν μου κατεβασμένο, για να μη ζεσταθώ.
Αντώνυμα:  ανεβασμένος
Σχετικές λέξεις:  κατεβαίνω κατεβάζω
unzipped