Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κατεβαίνω
κα-τε-βαί-νω ρήμα



Αόριστος: κατέβηκα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Άρχισαν να κατεβαίνουν από το βουνό μετά τη δύση του ηλίου.
Αντώνυμα:  ανεβαίνω
Σχετικές λέξεις:  κατεβάζω κατεβασμένος ανεβοκατεβαίνω
descend
 


 2. Η θερμοκρασία έχει κατέβει στους 10 βαθμούς.
drop
Συνώνυμα:  μειώνομαι πέφτω
Αντώνυμα:  ανεβαίνω αυξάνομαι υποχωρώ
 


 3. Οι βαθμοί μου κατέβηκαν λίγο από πέρσι.
go down, drop
Αντώνυμα:  ανεβαίνω
 


 4. Όσο κι αν σκεφτώ, δε μου κατεβαίνει καμιά ιδέα.
occur to