Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ανεβάζω
α-νε-βά-ζω ρήμα



Αόριστος: ανέβασα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ανέβασα τα ψώνια στο δεύτερο πάτωμα με τα πόδια.
Αντώνυμα:  κατεβάζω
carry up
 


 2. Η φωτιά στην περιοχή ανέβασε τη θερμοκρασία.
raise the temperature
Συνώνυμα:  αυξάνω
Αντώνυμα:  κατεβάζω μειώνω
 


 3. Διαβάζω περισσότερο, για να ανεβάσω τους βαθμούς μου.
raise the mark
Αντώνυμα:  κατεβάζω
 


 4. Μην ανεβάσεις άλλο τη μουσική, γιατί με ενοχλεί.
turn up
Αντώνυμα:  χαμηλώνω