Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ανεβασμένος, -η, -ο
α-νε-βα-σμέ-νος επίθετο



αρσενικό: ο ανεβασμένος
θηλυκό: η ανεβασμένη
ουδέτερο: το ανεβασμένο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Μόνο ανεβασμένος στη σκάλα μπορώ να φτάσω το ψηλό ντουλάπι.
Αντώνυμα:  κατεβασμένος
Σχετικές λέξεις:  ανεβαίνω
mounted
 


 2. Μπράβο! Οι βαθμοί σου είναι ανεβασμένοι!
high
Αντώνυμα:  πεσμένος