Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κατοικίδιος, -α, -ο
κα-τοι-κί-δι-ος επίθετο



αρσενικό: ο κατοικίδιος
θηλυκό: η κατοικίδια
ουδέτερο: το κατοικίδιο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Τα περισσότερα παιδιά θα ήθελαν να έχουν ένα κατοικίδιο ζώο στο σπίτι τους.
Σχετικές λέξεις:  κάτοικος κατοικώ κατοικία
pet