Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κάτοικος, ο, η
κά-τοι-κος ουσιαστικό, αρσενικό - θηλυκό



Γενική: του/της κατοίκου - των κατοίκων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Οι κάτοικοι της Αθήνας υποφέρουν από το νέφος.
Σχετικές λέξεις:  κατοικία κατοικώ κατοικίδιος
inhabitants