Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ψηλός, -ή, -ό, ο
ψη-λός επίθετο



αρσενικό: ο ψηλός
θηλυκό: η ψηλή
ουδέτερο: το ψηλό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο Όλυμπος είναι το πιο ψηλό βουνό της Ελλάδας.
Αντώνυμα:  χαμηλός
Σχετικές λέξεις:  ψηλώνω ψηλά
high
 


 2. Ο μεγάλος μου αδελφός είναι πιο ψηλός από μένα. Έτσι φτάνει το ράφι που δε φτάνω εγώ.
tall
Αντώνυμα:  κοντός