Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μάθημα, το
μά-θη-μα ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του μαθήματος - των μαθημάτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Σήμερα δεν κάναμε μάθημα στο σχολείο.
Σχετικές λέξεις:  μαθαίνω μαθητής μαθητικός
lessons
 


 2. Έχω πολλά μαθήματα να διαβάσω για αύριο.
subject
 


 3. Οι κακοί βαθμοί που πήρα μου έγιναν μάθημα.
teach a lesson