Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μαθητικός, -ή, -ό
μα-θη-τι-κός επίθετο



αρσενικό: ο μαθητικός
θηλυκό: η μαθητική
ουδέτερο: το μαθητικό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Είναι παλιοί φίλοι. Γνωρίζονται από τα μαθητικά τους χρόνια.
Σχετικές λέξεις:  μαθαίνω μάθημα μαθητής
student