Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μαθητής, ο
μα-θη-τής ουσιαστικό, αρσενικό



Γενική: του μαθητή - των μαθητών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Κάθε πρωί οι μαθητές μαζεύονται στο προαύλιο του σχολείου.
Σχετικές λέξεις:  μαθαίνω μάθημα μαθητικός
pupil
μαθητής


 2. Δες το θηλυκό: μαθήτρια.