Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μεγαλόσωμος, -η, -ο
με-γα-λό-σω-μος επίθετο



αρσενικό: ο μεγαλόσωμος
θηλυκό: η μεγαλόσωμη
ουδέτερο: το μεγαλόσωμο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ο ελέφαντας είναι ένα μεγαλόσωμο θηλαστικό.
Συνώνυμα:  μεγάλος
Αντώνυμα:  μικρόσωμος
Σχετικές λέξεις:  μεγάλος σώμα
big