Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μικρόσωμος, -η, -ο
μι-κρό-σω-μος επίθετο



αρσενικό: ο μικρόσωμος
θηλυκό: η μικρόσωμη
ουδέτερο: το μικρόσωμο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Το ποντίκι είναι από τα πιο μικρόσωμα ζώα.
Συνώνυμα:  μικρός
Αντώνυμα:  μεγαλόσωμος μεγάλος
Σχετικές λέξεις:  μικρός σώμα
small