Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αύξηση, η
αύ-ξη-ση ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της αύξησης - των αυξήσεων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το καλοκαίρι υπάρχει αύξηση της θερμοκρασίας.
Αντώνυμα:  μείωση πτώση
Σχετικές λέξεις:  αυξάνω
increase
 


 2. Όλοι οι υπάλληλοι θα πάρουν φέτος αύξηση.
raise