Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πτώση, η
πτώ-ση ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της πτώσης - των πτώσεων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το αγαπημένο του σπορ είναι η πτώση με αλεξίπτωτο.
Σχετικές λέξεις:  πέφτω πεσμένος
falling
 


 2. Η πτώση των τιμών του πετρελαίου είναι παγκόσμιο φαινόμενο.
drop
Συνώνυμα:  μείωση
Αντώνυμα:  αύξηση