Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ανεβαίνω
α-νε-βαί-νω ρήμα



Αόριστος: ανέβηκα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το ασανσέρ είχε χαλάσει, γι' αυτό αποφάσισε ν' ανέβει από τις σκάλες.
Αντώνυμα:  κατεβαίνω
Σχετικές λέξεις:  ανεβασμένος ανεβοκατεβαίνω
go up
ανεβαίνω


 2. Η θερμοκρασία ανεβαίνει το καλοκαίρι.
rise
Συνώνυμα:  αυξάνομαι
Αντώνυμα:  κατεβαίνω μειώνομαι πέφτω υποχωρώ
 


 3. Ανέβασα την τηλεόραση, για να ακούω καλύτερα.
raise the volume