Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πεσμένος, -η, -ο
πε-σμέ-νος επίθετο



αρσενικό: ο πεσμένος
θηλυκό: η πεσμένη
ουδέτερο: το πεσμένο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Είδα μια κυρία πεσμένη στο πεζοδρόμιο κι έτρεξα να τη βοηθήσω.
Σχετικές λέξεις:  πέφτω πτώση
lying
 


 2. Η κίνηση σήμερα είναι πεσμένη, γιατί τα μαγαζιά είναι κλειστά.
low
Αντώνυμα:  ανεβασμένος αυξημένος