Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πέφτω
πέ-φτω ρήμα



Αόριστος: έπεσα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Έπεσε από το ποδήλατο, αλλά ευτυχώς δε χτύπησε πουθενά.
Σχετικές λέξεις:  πτώση πεσμένος
fall
 


 2. Η θερμοκρασία έπεσε απότομα από τους 10 στους 0 βαθμούς.
fall
Συνώνυμα:  κατεβαίνω μειώνομαι
Αντώνυμα:  ανεβαίνω αυξάνομαι
 


 3. Μετά από μεγάλη μάχη, η πόλη έπεσε στα χέρια του εχθρού.
fall
 


 4. Μόλις πέσει ο ήλιος, σταματάμε το παιχνίδι και γυρίζουμε στο σπίτι.
set
Συνώνυμα:  δύω βασιλεύω γέρνω
Αντώνυμα:  βγαίνω ανατέλλω