Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



σηκώνομαι
ση-κώ-νο-μαι ρήμα



Αόριστος: σηκώθηκα
Μετοχή: σηκωμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Όταν ο διευθυντής μπήκε στην τάξη, σηκώθηκαν όλοι όρθιοι.
Αντώνυμα:  κάθομαι
stand up
 


 2. Κάθε μέρα σηκώνομαι στις εφτά το πρωί.
get up
Συνώνυμα:  ξυπνάω
Αντώνυμα:  γέρνω
 


 3. Δε με ξύπνησες. Ήμουν σηκωμένος από νωρίς.
up
 


 4. Δες: σηκώνω.