Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



σπουδαίος, -α, -ο
σπου-δαί-ος επίθετο



αρσενικό: ο σπουδαίος
θηλυκό: η σπουδαία
ουδέτερο: το σπουδαίο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Είναι σπουδαίος ηθοποιός, έχω δει όλες τις ταινίες του.
Συνώνυμα:  μεγάλος σημαντικός
Αντώνυμα:  ασήμαντος
great