Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χαράζω
χα-ρά-ζω ρήμα



Αόριστος: χάραξα
Μετοχή: χαραγμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Μου χάρισε μια χρυσή ταυτότητα και χάραξε πάνω το όνομά μου.
Συνώνυμα:  σκαλίζω
engrave
 


 2. Τώρα το καλοκαίρι χαράζει νωρίς και ο ήλιος με ξυπνάει.
dawn
Συνώνυμα:  φέγγω ξημερώνω
Αντώνυμα:  νυχτώνω σκοτεινιάζω
Παράγωγα:  χάραμα χαράματα
 


 3. Δες: χαράζομαι.