Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



υποχωρώ
υ-πο-χω-ρώ ρήμα



Αόριστος: υποχώρησα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο στρατός δεν άντεξε άλλο και υποχώρησε.
retreat
 


 2. Υποχωρήσαμε, για να μη γίνει καβγάς.
give way
 


 3. Χτες είχα πυρετό, αλλά σήμερα ευτυχώς υποχώρησε.
come down
Συνώνυμα:  ανεβαίνω
Αντώνυμα:  πέφτω μειώνομαι