Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μειώνομαι
μει-ώ-νο-μαι ρήμα



Αόριστος: μειώθηκα
Μετοχή: μειωμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο αριθμός των ανθρώπων που δεν πηγαίνουν σχολείο έχει μειωθεί σημαντικά.
Συνώνυμα:  πέφτω
Αντώνυμα:  αυξάνομαι ανεβαίνω
Σχετικές λέξεις:  μείωση
be decreased
 


 2. Ευτυχώς, ο φόρος που θα πληρώσουμε φέτος θα είναι μειωμένος.
decreased
Αντώνυμα:  αυξημένος
 


 3. Δες: μειώνω.