Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



βασιλιάς, ο
βα-σι-λιάς ουσιαστικό, αρσενικό



Γενική: του βασιλιά - των βασιλιάδων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο βασιλιάς φορούσε μια χρυσή κορώνα.
Παράγωγα:  βασίλειο βασιλικός βασιλεύω βασιλόπουλο
king
βασιλιάς


 2. Στο σκάκι κάθε παίκτης προσπαθεί να πάρει το βασιλιά τού άλλου.
king
 


 3. Δες το θηλυκό: βασίλισσα.