Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



βασιλόπουλο, το
βα-σι-λό-που-λο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του βασιλόπουλου - των βασιλόπουλων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Στο παραμύθι η Σταχτοπούτα χόρεψε με το βασιλόπουλο.
Σχετικές λέξεις:  βασίλειο βασιλιάς βασιλεύω βασιλικός
prince
 


 2. Δες το θηλυκό: βασιλοπούλα.