Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



βελτιώνομαι
βελ-τι-ώ-νο-μαι ρήμα



Αόριστος: βελτιώθηκα
Μετοχή: βελτιωμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Σήμερα κάνει κρύο, αλλά αύριο ο καιρός θα βελτιωθεί.
Συνώνυμα:  φτιάχνω
Αντώνυμα:  χειροτερεύω χαλάω
be improved
 


 2. Δεν ήταν πολύ καλή μαθήτρια, αλλά με το διάβασμα βελτιώθηκε.
improve
Αντώνυμα:  χειροτερεύω
 


 3. Τα νέα προϊόντα της εταιρίας μας είναι βελτιωμένα σε σχέση με τα πιο παλιά.
improved
 


 4. Δες: βελτιώνω.