Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πολεμικός, -ή, -ό
πο-λε-μι-κός επίθετο



αρσενικό: ο πολεμικός
θηλυκό: η πολεμική
ουδέτερο: το πολεμικό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Υπάρχουν πολεμικά και εμπορικά πλοία.
Σχετικές λέξεις:  πόλεμος πολεμάω πολεμιστής
Kriegs-