Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πολεμιστής, ο
πο-λε-μι-στής ουσιαστικό, αρσενικό



Γενική: του πολεμιστή - των πολεμιστών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Κάποτε οι πολεμιστές φορούσαν πανοπλίες.
Σχετικές λέξεις:  πόλεμος πολεμικός πολεμάω
Krieger
 


 2. Δες το θηλυκό: πολεμίστρια.