Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πολεμάω, -ώ
πο-λε-μά-ω ρήμα



Αόριστος: πολέμησα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Στην αρχαιότητα οι Αθηναίοι πολέμησαν με τους Σπαρτιάτες.
Σχετικές λέξεις:  πόλεμος πολεμικός πολεμιστής
Krieg führen
 


 2. Πολέμησε πολύ για να καταφέρει αυτό που ήθελε.
kämpfen
Συνώνυμα:  αγωνίζομαι
 


 3. Δες: πολεμιέμαι.