Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ψάρεμα, το
ψά-ρε-μα ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του ψαρέματος - των ψαρεμάτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ο μπαμπάς μου μπήκε στη λίμνη κι άρχισε το ψάρεμα.
Σχετικές λέξεις:  ψαρεύω ψάρι ψαράς ψαράδικο
Fischen, Angeln