Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ψαρεύω
ψα-ρεύ-ω ρήμα



Αόριστος: ψάρεψα
Μετοχή: ψαρεμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο ψαράς είναι στη βάρκα του και ψαρεύει με τα δίχτυα.
Σχετικές λέξεις:  ψάρι ψάρεμα ψαράς ψαράδικο
angeln, (fischen)
 


 2. Δες: ψαρεύομαι.