Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ψαράδικο, το
ψα-ρά-δι-κο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του ψαράδικου - των ψαράδικων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Τα ψαράδικα έχουν απλωμένα στους πάγκους τους τα φρέσκα ψάρια.
Συνώνυμα:  ιχθυοπωλείο
Παράγωγα:  ψαρεύω ψάρι ψάρεμα ψαράς
Fischhandlung
 


 2. Τα ψαράδικα ρίχνουν τα δίχτυα τους το βράδυ και τα μαζεύουν το πρωί.
Fischerboot
Παράγωγα:  ψαρεύω ψάρι ψάρεμα ψαράς
 


 3. Το ψαράδικο είναι ένα παντελόνι που φτάνει μέχρι κάτω από το γόνατο.
Capri-Hose