Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



δύω
δύ-ω ρήμα



Αόριστος: έδυσα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Γυρίσαμε στο σπίτι, όταν έδυσε ο ήλιος.
Συνώνυμα:  γέρνω πέφτω βασιλεύω
Αντώνυμα:  ανατέλλω βγαίνω
Σχετικές λέξεις:  δύση δυτικός δυτικά
set, sink