Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αυξάνομαι
αυ-ξά-νο-μαι ρήμα



Αόριστος: αυξήθηκα
Μετοχή: αυξημένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Η θερμοκρασία αυξήθηκε. Κάνει πολλή ζέστη.
Συνώνυμα:  ανεβαίνω
Αντώνυμα:  μειώνομαι κατεβαίνω πέφτω υποχωρώ
Σχετικές λέξεις:  αύξηση
increase
 


 2. Δυστυχώς ο πυρετός σου είναι λίγο αυξημένος.
rise
Αντώνυμα:  μειωμένος
 


 3. Δες: αυξάνω.